Στην οικειότητα της στιγμής σταθήκαμε
κι ενώσαμε τα χέρια
σαν την προσευχή στα όψιμα χρόνια
των ημερολογίων.

Σιωπήσαμε στην απάτη του δευτερόλεπτου,
στα αποκαμωμένα λίθινα δάκρυα των όρκων συρθήκαμε,
στην αμυχή οπού γδαρε την εικόνα ενός φιλιού φίλα προσκείμενου στα γλαρόνια.

Είχαμε τροφή, τα αιθέρια λόγια των πλασμάτων οπού κατοικούσαν στο βασίλειο
μακράν των ανθρώπων.

Έτσι προκάναμε να κοιταχτούμε
με την αλύπητη μορφή της εαρινής ισημερίας,
με τ´αλύχτισμα των θρύλων
οπού μακάβρια έστεκαν στην ολιγωρία της ζωής.

Κι είδα στα μάτια σου εμένα να καθρεφτίζομαι
κι είδα την αντοχή στο χρώμα,
τον πίνακα του Βίνσεντ
οπού παλεύει το μαύρο κοράκι
να ταΐσει τον καιρό με τα κίτρινα στάχυα,
την μοιρασιά στον κόκκινο οίκτο
και τα πέλαγα δεμένα
στα μακρόσυρτα δικά μου ταξίδια, είδα.

Έτσι είπα πως σε αγάπησα,
ώσπου θυμήθηκα πως το κοίταγμα
είναι πάντα των δακρύων
και σ´ αγάπησα ακόμα πιο πολύ..

Στον άντρα μου με λατρεία..

Σχολιάστε

Σχετικά θέματα

Blog στο WordPress.com.